- περιδειπνέω
- V 0-1-0-0-0=1 2 Sm 3,35to invite sb to eat a memorial dinner [τινα]; neol.; see περίδειπνον
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περιδειπνεῖσθαι — περιδειπνέω cause pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδειπνῆσαι — περιδειπνέω cause aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)